Τριέστι

Τριέστι
το см. Τεργέστη

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "Τριέστι" в других словарях:

  • Εκονόμο, Κονσταντίν φον- — (Dr. Constantin von Economo, Τριέστι 1876 – 1931). Αυστριακός γιατρός, ελληνικής καταγωγής. Ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία ως ψυχίατρος, αλλά σύντομα ασχολήθηκε με τον τομέα της νευρολογίας και της ανατομίας και φυσιολογίας του… …   Dictionary of Greek

  • Χριστόδουλος Ακαρνάν — (Ξηρόμερο, Ακαρνανία 1733– Λειψία 1793). Λόγιος, δάσκαλος, ένας από τους μαχητικότερους και πλέον αδιάλλακτους οπαδούς των ιδεών του διαφωτισμού. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που μας δίνει ο επίσκοπος Πλαταμώνος Διονύσιος, ο πατέρας του X.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»